τοξήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοξήρης:''' -ες ([[ἀραρίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[τοξικός]], στον ίδ.· [[τοξήρης]] [[ψαλμός]], [[ήχος]] που παράγεται από τη [[χορδή]] τόξου, στον ίδ.
|lsmtext='''τοξήρης:''' -ες ([[ἀραρίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[τοξικός]], στον ίδ.· [[τοξήρης]] [[ψαλμός]], [[ήχος]] που παράγεται από τη [[χορδή]] τόξου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοξήρης:''' <b class="num">1)</b> вооруженный луком ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> состоящий из лука и стрел ([[σάγη]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.
}}
}}

Revision as of 04:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξήρης Medium diacritics: τοξήρης Low diacritics: τοξήρης Capitals: ΤΟΞΗΡΗΣ
Transliteration A: toxḗrēs Transliteration B: toxērēs Transliteration C: toksiris Beta Code: toch/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω)

   A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.).    2 = τοξικός, τ. σαγή Id.HF188; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.

Greek (Liddell-Scott)

τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξοτοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξοτοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδ-ήρης.

Greek Monotonic

τοξήρης: -ες (ἀραρίσκω
1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ.
2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τοξήρης: 1) вооруженный луком (χείρ Eur.);
2) состоящий из лука и стрел (σάγη Eur.);
3) издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.