τιτθεία: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τιτθεία:''' ἡ, [[ενέργεια]] τροφού, [[επιμέλεια]], [[γαλουχία]], σε Δημ.
|lsmtext='''τιτθεία:''' ἡ, [[ενέργεια]] τροφού, [[επιμέλεια]], [[γαλουχία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τιτθεία:''' ἡ кормление грудью Dem.
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθεία Medium diacritics: τιτθεία Low diacritics: τιτθεία Capitals: ΤΙΤΘΕΙΑ
Transliteration A: tittheía Transliteration B: tittheia Transliteration C: tittheia Beta Code: titqei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A nursing, D.57.42, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιτθεύω
η επιμέλεια της ανατροφής κάποιου.

Greek Monotonic

τιτθεία: ἡ, ενέργεια τροφού, επιμέλεια, γαλουχία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τιτθεία: ἡ кормление грудью Dem.