τιτθεία: Difference between revisions
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τιτθεία:''' ἡ, [[ενέργεια]] τροφού, [[επιμέλεια]], [[γαλουχία]], σε Δημ. | |lsmtext='''τιτθεία:''' ἡ, [[ενέργεια]] τροφού, [[επιμέλεια]], [[γαλουχία]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τιτθεία:''' ἡ кормление грудью Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A nursing, D.57.42, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.
Greek Monolingual
ἡ, Α τιτθεύω
η επιμέλεια της ανατροφής κάποιου.
Greek Monotonic
τιτθεία: ἡ, ενέργεια τροφού, επιμέλεια, γαλουχία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τιτθεία: ἡ кормление грудью Dem.