τετανόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετᾰνόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''τετᾰνόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετᾰνόθριξ:''' τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνόθριξ Medium diacritics: τετανόθριξ Low diacritics: τετανόθριξ Capitals: ΤΕΤΑΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: tetanóthrix Transliteration B: tetanothrix Transliteration C: tetanothriks Beta Code: tetano/qric

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. τριχος,

   A with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].

Greek Monotonic

τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰνόθριξ: τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.