τυννοῦτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυννοῦτος:''' столь малый Arph.
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυννοῦτος Medium diacritics: τυννοῦτος Low diacritics: τυννούτος Capitals: ΤΥΝΝΟΥΤΟΣ
Transliteration A: tynnoûtos Transliteration B: tynnoutos Transliteration C: tynnoytos Beta Code: tunnou=tos

English (LSJ)

ον, and ο, lengthd. form of τυννός,

   A so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.

Greek (Liddell-Scott)

τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.

French (Bailly abrégé)

τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.

Greek Monolingual

-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].

Greek Monotonic

τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τυννοῦτος: столь малый Arph.