ὑποχώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχώρημα:''' -ατος, τό, [[προϊόν]] εκκένωσης, [[περίττωμα]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ὑποχώρημα:''' -ατος, τό, [[προϊόν]] εκκένωσης, [[περίττωμα]], σε Θεόφρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποχώρημα]], ατος, τό,<br />a [[downward]] [[evacuation]], Theophr.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχώρημα Medium diacritics: ὑποχώρημα Low diacritics: υποχώρημα Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: hypochṓrēma Transliteration B: hypochōrēma Transliteration C: ypochorima Beta Code: u(poxw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A downward evacuation, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχώρημα: τό, τὸ ὑποχωρούμενον, ἀποπάτημα, περίττωμα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, 1261, Θεοφρ. Χαρ. 20, κλπ.· πρβλ. ὑποχωρέω ΙΙ. ὑποχώρησις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
matière évacuée, excrément.
Étymologie: ὑποχωρέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α ὑποχωρῶ
περίττωμα.

Greek Monotonic

ὑποχώρημα: -ατος, τό, προϊόν εκκένωσης, περίττωμα, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ὑποχώρημα, ατος, τό,
a downward evacuation, Theophr.