φαρμακόω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαρμᾰκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χαρίζω]] θεραπευτική [[δύναμη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''φαρμᾰκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χαρίζω]] θεραπευτική [[δύναμη]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκόω:''' <b class="num">1)</b> отравлять: [[μελίκρατον]] πεφαρμακωμένον Plut. отравленная смесь меда с молоком;<br /><b class="num">2)</b> (о снадобье) смешивать, приготовлять (ἀντίτομα σὺν ἐλαίῳ Pind.).
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκόω Medium diacritics: φαρμακόω Low diacritics: φαρμακόω Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΩ
Transliteration A: pharmakóō Transliteration B: pharmakoō Transliteration C: farmakoo Beta Code: farmako/w

English (LSJ)

   A medicate, φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν having endued them with healing power against pains, Pi.P.4.221.    II in Pass., to be poisoned, μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plu.2.768d; of an arrow, Dsc.Eup.2.144 (v. l.).    2 to be bewitched, POxy.1477.20 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1257] = φαρμάσσω, φαρμακεύω, vergiften; aber ἐλαίῳ φαρμακώσαισα ἀντίτομα ist = mit Oel heilkräftig mischend, Pind. P. 4, 221; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκόω: ἀναμιγνύω μετὰ φαρμάκου, σὺν δ’ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ’ ἀντίτομα ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι, μίξασα μετ’ ἐλαίου ἀλεξιφάρμακα ὀδυνῶν ἔδωκεν ἡ Μήδεια τῷ Ἰάσονι χρίεσθαι, Πινδ. Π. 4. 393· πεφαρμακωμένον μελίκρατον Πλούτ. 768C. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐμβάπτομαι εἰς δηλητήριον, τοὺς τρωθέντας ὑπὸ βέλους φαρμακωθέντος Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 140. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, μὴ φαρμακωθεὶς ἀποθάνῃ Μοσχόπ. π. Σχεδῶν ἐν λέξ. ἐξενεγκεῖν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
empoisonner.
Étymologie: φάρμακον.

English (Slater)

φαρμᾰκόω
   1 compound σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) (P. 4.221)

Greek Monotonic

φαρμᾰκόω: μέλ. -ώσω, χαρίζω θεραπευτική δύναμη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκόω: 1) отравлять: μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plut. отравленная смесь меда с молоком;
2) (о снадобье) смешивать, приготовлять (ἀντίτομα σὺν ἐλαίῳ Pind.).