φρονούντως: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρονούντως:''' επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[φρονέω]], [[φρόνιμα]], συνετά (με [[φρόνηση]], με [[σύνεση]]), σε Σοφ. | |lsmtext='''φρονούντως:''' επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[φρονέω]], [[φρόνιμα]], συνετά (με [[φρόνηση]], με [[σύνεση]]), σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρονούντως:''' разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv. part. pres. Act. of φρονέω,
A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.
Greek (Liddell-Scott)
φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
φρονούντως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρονούντως: разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.).