φιλεραστία: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλεραστία:''' ἡ, [[αφοσίωση]] σε έναν εραστή, σε Πλάτ. | |lsmtext='''φῐλεραστία:''' ἡ, [[αφοσίωση]] σε έναν εραστή, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλεραστία:''' ἡ влюбчивость Plat., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A devotion to a lover, Pl.Smp.213d, Aristaenet.1.18.
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, das Verliebtsein, die Neigung zu Liebschaften; Plat. Conv. 213 d; Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεραστία: ἡ, ἡ ἀγάπη πρὸς ἐραστήν, ἡ πρὸς αὐτὸν ἀφοσίωσις, Πλάτ. Συμπ. 213D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
penchant à l’amour.
Étymologie: φιλεραστής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ φιλέραστος
η αγάπη για τους έρωτες
αρχ.
η αγάπη για τον εραστή.
Greek Monotonic
φῐλεραστία: ἡ, αφοσίωση σε έναν εραστή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεραστία: ἡ влюбчивость Plat., Arst.