φιλοποίμνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοποίμνιος:''' -ον ([[ποίμνη]]), αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]] ([[πλήθος]] πιστών), σε Θεόκρ. | |lsmtext='''φῐλοποίμνιος:''' -ον ([[ποίμνη]]), αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]] ([[πλήθος]] πιστών), σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοποίμνιος:''' любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо ([[κύων]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].
Greek Monotonic
φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοποίμνιος: любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо (κύων Theocr.).