χρεμετισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρεμετισμός:''' ὁ, [[χλιμίντρισμα]], [[χρεμετισμός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χρεμετισμός:''' ὁ, [[χλιμίντρισμα]], [[χρεμετισμός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρεμετισμός:''' ὁ тж. pl. ржание Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεμετισμός Medium diacritics: χρεμετισμός Low diacritics: χρεμετισμός Capitals: ΧΡΕΜΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chremetismós Transliteration B: chremetismos Transliteration C: chremetismos Beta Code: xremetismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Ar.Eq.553(lyr.), LXX Am.6.7: pl., D.H.Comp.16, Placit.4.19.1:— hence,    2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.

Spanish

relincho

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα
αρχ.
μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή.

Greek Monotonic

χρεμετισμός: ὁ, χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρεμετισμός: ὁ тж. pl. ржание Arph., Plut.