χρησμοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρησμοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] χρησμών, σε Λουκ. | |lsmtext='''χρησμοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] χρησμών, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρησμοφύλαξ:''' ᾰκος ὁ хранитель оракулов Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of oracles, Luc.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ακος, ὁ, der die Orakelsprüche aufbewahrt, Luc. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
French (Bailly abrégé)
φύλακος (ὁ) :
gardien des oracles rendus.
Étymologie: χρησμός, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ.
Greek Monotonic
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας χρησμών, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель оракулов Luc.