χιονόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐονόβλητος:''' -ον, χτυπημένος από [[χιόνι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χῐονόβλητος:''' -ον, χτυπημένος από [[χιόνι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονόβλητος:''' засыпаемый снегом (κορυφαὶ Ὀλύμπου Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόβλητος Medium diacritics: χιονόβλητος Low diacritics: χιονόβλητος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: chionóblētos Transliteration B: chionoblētos Transliteration C: chionovlitos Beta Code: xiono/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A snow-beaten, Ὀλύμπου κορυφαί Ar.Nu.270 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1356] mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ χιόνος βαλλόμενος, εἴτ’ ἐπ’ Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε Ἀριστοφ. Νεφ. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert litt. battu de neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονισμένος («εἴτ' ἐπ' Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος, πυρί-βλητος].

Greek Monotonic

χῐονόβλητος: -ον, χτυπημένος από χιόνι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χιονόβλητος: засыпаемый снегом (κορυφαὶ Ὀλύμπου Arph.).