χρυσοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' -ον, [[χρυσόμαλλος]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' -ον, [[χρυσόμαλλος]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' златокудрый ([[Λητώ]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].
Greek Monotonic
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).