ἡμίσεια: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам. | |elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡμίσεια]], ἡ, [v. sub [[ἥμισυς]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,
A v. ἥμισυς.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.
French (Bailly abrégé)
v. ἥμισυς.
Greek Monolingual
η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].
Greek Monotonic
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.