ποικιλότραυλος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποικῐλότραυλος:''' многоголосый, разнообразный ([[μέλη]] Anth.). | |elrutext='''ποικῐλότραυλος:''' многоголосый, разнообразный ([[μέλη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ποικῐλό-τραυλος, ον,<br />twittering in [[various]] notes, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A lisping in various notes, μέλη Theoc.Ep. 4.10.
German (Pape)
[Seite 650] auf mannichfaltige Art stammelnd, singend, von Vögeln, μέλη κόσσυφοι ἠχεῦσιν, Theocr. 4 (IX, 437).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλότραυλος: -ον, ποικίλως τραυλίζων, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux accents variés.
Étymologie: ποικίλος, τραυλός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].
Greek Monotonic
ποικῐλότραυλος: -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλότραυλος: многоголосый, разнообразный (μέλη Anth.).
Middle Liddell
ποικῐλό-τραυλος, ον,
twittering in various notes, Theocr.