Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβουλευτής: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμβουλευτής:''' οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat.
|elrutext='''συμβουλευτής:''' οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβουλευτής -οῦ, ὁ [συμβουλεύω] raadgever, adviseur.
}}
}}

Revision as of 09:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλευτής Medium diacritics: συμβουλευτής Low diacritics: συμβουλευτής Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: symbouleutḗs Transliteration B: symbouleutēs Transliteration C: symvouleftis Beta Code: sumbouleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11.    II (βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλευτής: οῦ ὁ дающий совет, советующий Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλευτής -οῦ, ὁ [συμβουλεύω] raadgever, adviseur.