φιλομμειδής: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]]. | |elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλομ-μειδής, ές [poetic for [[φιλομειδής]] [[μειδάω]]<br />[[laughter]]-[[loving]], epith. of [[Aphrodite]], Hom., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, poet. for φιλομειδής,
A laughter-loving, epith. of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf.sq.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. φιλομειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.
Greek Monotonic
φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. αντί φιλο-μειδής (μειδάω), αυτός που αγαπά το χαμόγελο, επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
φιλομμειδής: Hom. и φιλομμηδής 2 Hes. = φιλομειδής.
Middle Liddell
φῐλομ-μειδής, ές [poetic for φιλομειδής μειδάω
laughter-loving, epith. of Aphrodite, Hom., Hes.