ποταμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(4)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ποταμείβομαι
|Medium diacritics=ποταμείβομαι
|Low diacritics=ποταμείβομαι
|Capitals=ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
|Transliteration A=potameíbomai
|Transliteration B=potameibomai
|Transliteration C=potameivomai
|Beta Code=potamei/bomai
|Definition=Doric for [[προσαμείβομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

Revision as of 10:43, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποταμείβομαι Medium diacritics: ποταμείβομαι Low diacritics: ποταμείβομαι Capitals: ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: potameíbomai Transliteration B: potameibomai Transliteration C: potameivomai Beta Code: potamei/bomai

English (LSJ)

Doric for προσαμείβομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.