ὑβός: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑβός:''' v. l. [[ὗβος]] 3 (ῡ) горбатый Theocr. | |elrutext='''ὑβός:''' v. l. [[ὗβος]] 3 (ῡ) горбатый Theocr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=!ὑ¯βός, ή, όν<br />hump-backed, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ή, όν,
A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.
German (Pape)
[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].
Greek Monotonic
ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑβός: v. l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.
Middle Liddell
!ὑ¯βός, ή, όν
hump-backed, Theocr.