συμμεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d’accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d’accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />μεταβάλλομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταπίπτω]] «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταπίπτω Medium diacritics: συμμεταπίπτω Low diacritics: συμμεταπίπτω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symmetapíptō Transliteration B: symmetapiptō Transliteration C: symmetapipto Beta Code: summetapi/ptw

English (LSJ)

   A change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.

German (Pape)

[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.

French (Bailly abrégé)

1 déchoir ou dégénérer avec, τινι;
2 tomber d’accord avec.
Étymologie: σύν, μεταπίπτω.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].

Greek Monotonic

συμμεταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, αλλάζω από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταπίπτω: одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.