σπυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠρίδιον Medium diacritics: σπυρίδιον Low diacritics: σπυρίδιον Capitals: ΣΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: spyrídion Transliteration B: spyridion Transliteration C: spyridion Beta Code: spuri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.

Greek Monolingual

και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.

Greek Monotonic

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.