κλεμμάδιος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλεμμάδιος:''' (ᾰ) краденый Plat. | |elrutext='''κλεμμάδιος:''' (ᾰ) краденый Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλεμμάδιος -α -ον [κλέμμα] gestolen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A stolen, Pl.Lg.955b, cf. Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1448] verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κλεμμάδιος: ᾰ, α, ον, = κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, ὁ ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, κλαπείς, Πλάτ. Νόμ. 955Β· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
κλεμμάδιος, -ία, -ον (Α)
κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ-άδιος].
Russian (Dvoretsky)
κλεμμάδιος: (ᾰ) краденый Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεμμάδιος -α -ον [κλέμμα] gestolen.