χρυσόκολλα: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(4b) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτό]] [[φύλλο]] χρυσού<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλική ύλη για τη [[συγκόλληση]] του χρυσού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φαγητού από λιναρόσπορο και [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]] ( | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[λεπτό]] [[φύλλο]] χρυσού<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του χαλκού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλική ύλη για τη [[συγκόλληση]] του χρυσού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φαγητού από λιναρόσπορο και [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]] ([[πρβλ]]. <i>ταυρό</i>-<i>κολλα</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>chrysocolla</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσόκολλα:''' ἡ золотая пайка, припой для золота (предполож. бура) Arst. | |elrutext='''χρῡσόκολλα:''' ἡ золотая пайка, припой для золота (предполож. бура) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, 1) Goldloth, ein Kupferoker, mit dem man das Gold löthete, Sp. – 2) ein Gericht von Leinsaamen u. Honig, Ath. III, 111, aus Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκολλα: ἡ, ὕλη μεταλική, δι’ ἧς ἐκόλλων τὸν χρυσόν, Ἀριστοτ. περὶ Θαυμ. 58, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 26 καὶ 40, Διοσκ. 5. 84, Plin. N. H. 33. 26 κἑξ.· - κατὰ τὸν King, Antique Gems 15, μαλαχίτης ἢ ἀνθρακοῦχος χαλκός· ἢ κατ’ ἄλλους, βόραξ τῆς σόδας, δι’ οὗ ἔτι καὶ νῦν κολλᾶται ὁ χρυσός, ὥρα Λάνδερερ ἐν Schliemann’ s, Mycenae, σ. 231. ΙΙ. ἔδεσμά τι ἐκ λινοσπόρου καὶ μέλιτος, Ἀλκμὰν 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χρυσοκόλλα (παροξυτ.)· βρῶμά τι ἐκ λινοσπέρμου καὶ μέλιτος, καὶ χρῶμά τι χλωρόν».
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. πολύ λεπτό φύλλο χρυσού
2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του χαλκού
αρχ.
1. μεταλλική ύλη για τη συγκόλληση του χρυσού
2. είδος φαγητού από λιναρόσπορο και μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόλλα (πρβλ. ταυρό-κολλα). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysocolla].
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόκολλα: ἡ золотая пайка, припой для золота (предполож. бура) Arst.