περιμυκάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιμῡκάομαι:''' реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.). | |elrutext='''περιμῡκάομαι:''' реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-μυκάομαι om... heen brullen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A roar round, τινα Plu.Crass.26 ; cf. περιμηκάομαι.
German (Pape)
[Seite 583] (s. μυκάομαι), rings umbrüllen; τύμπ ανα περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Crass. 26; περιμυκήσωνται, Orph. lith. 207.
Greek (Liddell-Scott)
περιμῠκάομαι: ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων αὖθις περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
mugir ou gronder autour de, acc..
Étymologie: περί, μυκάομαι.
Greek Monotonic
περιμῡκάομαι: αποθ., βρυχώμαι ολόγυρα, τινα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιμῡκάομαι: реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-μυκάομαι om... heen brullen.