τετράκερως: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(4b)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετράκερως:''' 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).
|elrutext='''τετράκερως:''' 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[four]]-[[horned]], Anth.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Hörnern; ἔλαφος, Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκερως: -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, ἔλαφος Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à quatre cornes.
Étymologie: τέσσαρες, κέρας.

Greek Monolingual

ο / τετράκερως, -ων, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως
ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, τετρακέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μονό-κερως].

Greek Monotonic

τετράκερως: -ων (κέρας), αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετράκερως: 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).

Middle Liddell

τετρά-κερως, ων, κέρας
four-horned, Anth.