συνεκκλέπτω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεκκλέπτω:''' помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ [[ναῦς]] Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям. | |elrutext='''συνεκκλέπτω:''' помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ [[ναῦς]] Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εκκλέπτω helpen heimelijk weg te gaan: Eur. Tr. 1018 helpen verborgen te houden:. πόσιν παρόνγτα dat mijn echtgenoot aanwezig is Eur. Hel. 1370; σ. γάμους het huwelijk Eur. El. 364. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to steal away, E.Tr.1018, Hel.1370; σ. γάμους help in concealing it, Id.El.364.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich herausstehlen, heimlich bewerkstelligen; γάμους Eur. El. 364, vgl. Troad. 1018.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκλέπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐκκλέπτω, κλέπτω καὶ φεύγω, Εὐρ. Τρῳ. 1018, Ἑλ. 1370· σ. γάμους, βοηθῶ εἰς ἀπόκρυψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 364.
French (Bailly abrégé)
1 aider à dérober en même temps;
2 éluder de concert avec.
Étymologie: σύν, ἐκκλέπτω.
Greek Monolingual
Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].
Greek Monolingual
Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].
Greek Monotonic
συνεκκλέπτω: μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου, συγκαλύπτω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκλέπτω: помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκκλέπτω helpen heimelijk weg te gaan: Eur. Tr. 1018 helpen verborgen te houden:. πόσιν παρόνγτα dat mijn echtgenoot aanwezig is Eur. Hel. 1370; σ. γάμους het huwelijk Eur. El. 364.