οἰνοχοεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142˙ μετοχ. -εύων Α. 143˙ ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]˙ - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57˙ ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142˙ Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχοεύω Medium diacritics: οἰνοχοεύω Low diacritics: οινοχοεύω Capitals: ΟΙΝΟΧΟΕΥΩ
Transliteration A: oinochoeúō Transliteration B: oinochoeuō Transliteration C: oinochoeyo Beta Code: oi)noxoeu/w

English (LSJ)

Od.21.142 ; part.

   A -εύων 1.143 ; inf. -εύειν Il.2.127,20.234 : but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3 : aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2 : later in pres., Pherecr.70.5, X.Cyr.1.3.8, Ph.2.479 ; part. -οοῦσα IG22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.) : fut. -ήσω X.l.c. :—Med. -οούμενοι Ph.1.353 :—pour out wine for drinking, abs., Od.15.141,323, etc. ; Διὶ οἰ. Il.20.234.    2 c. acc., νέκταρ ἐῳνοχόει she was pouring out nectar, 4.3 ; θεοῖς ἐνδέξια . . οἰνοχόει . . νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598 : metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.Per.7 ; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1 :—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.    3 τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι cause Castaly to run with wine, Philostr.VA6.10 ; κρήνην -ήσας mixing spring-water with wine, Id.Im.1.22.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχοεύω: Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ οἰνοχοέω, Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ ἐῳνοχόει· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5· μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς οἰνοχόος, ἐγχέω οἶνον πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, ἐνέχεεν νέκταρ, ὡς οἶνον, «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3· μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7· ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 verser du vin τινί, à qqn;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.

Greek Monolingual

οἰνοχοεύω (Α) οινοχόος
οινοχοώ.

Greek Monotonic

οἰνοχοεύω: μόνο στον ενεστ. οἰνοχοέω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχοεύω: Hom. = οἰνοχοέω.