θεότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεότευκτος''': -ον, [[θεοκατασκεύαστος]], [[πύργος]] Ἀνθ. Π. 15. 22˙ πλάκες (ὁ [[δεκάλογος]]) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.
|lstext='''θεότευκτος''': -ον, [[θεοκατασκεύαστος]], [[πύργος]] Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ [[δεκάλογος]]) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότευκτος Medium diacritics: θεότευκτος Low diacritics: θεότευκτος Capitals: ΘΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: theóteuktos Transliteration B: theoteuktos Transliteration C: theotefktos Beta Code: qeo/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).

Greek (Liddell-Scott)

θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.

Greek Monolingual

θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].

Greek Monotonic

θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεότευκτος: созданный богами (πύργοι Anth.).