σπογγίον: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje. | |elnltext=σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σπογγίον]], ου, τό, [Dim. of [[σπόγγος]], Ar.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:25, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197. II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.
Greek Monotonic
σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σπογγίον: τό маленькая губка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje.