δεισίθεος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(nl)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεισίθεος''': -ον, = τῷ προηγ., [[Πολυδ]]. Α΄, 21, Πρόκλ. Ὕμ. Μουσ. 12.
|lstext='''δεισίθεος''': -ον, = τῷ προηγ., Πολυδ. Α΄, 21, Πρόκλ. Ὕμ. Μουσ. 12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:18, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεισίθεος Medium diacritics: δεισίθεος Low diacritics: δεισίθεος Capitals: ΔΕΙΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: deisítheos Transliteration B: deisitheos Transliteration C: deisitheos Beta Code: deisi/qeos

English (LSJ)

ον, = foreg., Poll.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

δεισίθεος: -ον, = τῷ προηγ., Πολυδ. Α΄, 21, Πρόκλ. Ὕμ. Μουσ. 12.

Spanish (DGE)

-ον
temeroso de los dioses, religioso Poll.1.21, Hsch.δ 1966, Anecd.Ludw.159.4.

Greek Monolingual

δεισίθεος, -ον (Α)
ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεισίθεος -ον [δείδω, θεός] godvrezend.