κλισίηνδε: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(nl) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κλισίηνδε [κλισία] adv., naar de tent toe. | |elnltext=κλισίηνδε [κλισία] adv., naar de tent toe. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῐσίηνδε:''' adv. в палатку, в шалаш Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:11, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A into or to the hut, ib.185.
German (Pape)
[Seite 1455] nach der Hütte, dem Zelte hin, ll. 1, 185 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐσίηνδε: Ἐπίρρ. εἰς ἢ πρὸς τὴν καλύβην, Ἰλ. Α. 185· πρβλ. κλισία Ι.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la tente.
Étymologie: κλισίη, -δε.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλισίηνδε (Α)
επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ' ἴομεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. -δε, δηλωτική της προς τόπον κινήσεως].
Greek Monotonic
κλῐσίηνδε: επίρρ., μέσα σε ή προς την καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλισίηνδε [κλισία] adv., naar de tent toe.
Russian (Dvoretsky)
κλῐσίηνδε: adv. в палатку, в шалаш Hom.