προσαρτάω: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-αρτάω vastmaken (aan):; ἔξωθεν προσαρτέων aan de buitenkant vastmakend Hp. Art. 74; overdr., met dat.. ἠναγκάζετο... προσαρτᾶσθαι μειρακίοις hij werd gedwongen connecties met jeugdbendes aan te knopen Plut. Pomp. 46.7; μόνῃ ταύτῃ ( ἡδονῇ )... προσηρτημένους alleen aan dit (genot) hangend Luc. 38.5. | |elnltext=προσ-αρτάω vastmaken (aan):; ἔξωθεν προσαρτέων aan de buitenkant vastmakend Hp. Art. 74; overdr., met dat.. ἠναγκάζετο... προσαρτᾶσθαι μειρακίοις hij werd gedwongen connecties met jeugdbendes aan te knopen Plut. Pomp. 46.7; μόνῃ ταύτῃ ( ἡδονῇ )... προσηρτημένους alleen aan dit (genot) hangend Luc. 38.5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαρτάω:''' прилаживать, присоединять, прикреплять (μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.): προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. связанное с красотой благо; τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией; ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. преданный наслаждению; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Plat. (все), у которых есть хоть немного разума. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A fasten or attach to, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arist. HA616a11; [κυνὶ] κώδωνα Babr.104.2: metaph., append, πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Plb.9.20.5; attach, ἑνὶ π. ἑαυτούς Arr.Epict.1.1.14:—Pass., to be fastened or attached to, τῷ ὀστέῳ Hp.Fract.11; πρὸς τῇσι πλευρῇσι Id.Art.13; τῇ μήτρᾳ Porph.Gaur.15.1; κατά τι by... Arist. HA550a20; δεσμοῖς πρός τι Plb.3.46.8; δεσμά τινα ταῦτα προσηρτήμεθα Arr.Epict.1.9.11: abs., π. ὁ καρπός Thphr.CP5.4.2: Gramm., of the article, A.D.Synt.58.16. 2 metaph. in Pass., belong to, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Pl.Phlb.58a; προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν X.Oec.6.15; λῆμμα προσηρτημένον πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι D.5.12; ἡδονῇ προσηρτημένοι devoted to . ., Luc.Nec.5; Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κρασπέδου . . τῇ Σικελίᾳ π. hanging on, Plu.Tim.11; μειρακίοις Id.Pomp.46, cf. M.Ant.12.3, etc.
German (Pape)
[Seite 752] daran anknüpfen oder anhängen, προσήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προσήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προσηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προσηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προσδεδέσθαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.
Greek (Liddell-Scott)
προσαρτάω: ὡς καὶ νῦν, προσδένω, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 6· κυνὶ κώδωνα Βάβρ. 104. 2· μεταφορ., πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Πολύβ. 9. 20, 5. ― Παθητ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· πρός τινι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6· δεσμοῖς πρός τι Πολύβ. 3. 46, 8· ἀπολ., πρ. ὁ καρπὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 2. 2) μεταφορ. καὶ ἐν τῷ παθ., εἶμαι προσηρτημένος, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Πλάτ. Φίληβ. 58Α· προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθὸν Ξεν. Οἰκ. 6, 15· προσγίγνομαι, λῆμμα προσήρτηται Δημ. 60. 4· ἡδονῇ προσηρτημένοι, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τήν..., Λουκ. Νεκυομ. 5· τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Πλουτ. Τιμολ. 11, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Πομπ. 46, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suspendre ou attacher à : προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν XÉN le bien qui est attaché au beau.
Étymologie: πρός, ἀρτάω.
Greek Monotonic
προσαρτάω: μέλ. -ήσω, προσδένω ή προσκολλώ σε κάτι, τί τινι, σε Βάβρ. — Παθ., προσδένομαι ή προσκολλώμαι, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, σε Ξεν.· προσγίγνομαι, προσκύπτω σε κάποιον, λῆμμα προσήρτηται, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αρτάω vastmaken (aan):; ἔξωθεν προσαρτέων aan de buitenkant vastmakend Hp. Art. 74; overdr., met dat.. ἠναγκάζετο... προσαρτᾶσθαι μειρακίοις hij werd gedwongen connecties met jeugdbendes aan te knopen Plut. Pomp. 46.7; μόνῃ ταύτῃ ( ἡδονῇ )... προσηρτημένους alleen aan dit (genot) hangend Luc. 38.5.
Russian (Dvoretsky)
προσαρτάω: прилаживать, присоединять, прикреплять (μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.): προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. связанное с красотой благо; τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией; ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. преданный наслаждению; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Plat. (все), у которых есть хоть немного разума.