κακομετρέω: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
(nl) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακομετρέω [κακόμετρος: in verkeerde maat] een onjuiste hoeveelheid geven. | |elnltext=κακομετρέω [κακόμετρος: in verkeerde maat] een onjuiste hoeveelheid geven. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκομετρέω:''' обмеривать, обвешивать (κάπηλοι κακομετροῦντες Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A give bad measure, Luc.Herm.59.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch messen, κάπηλοι Luc. Hermot. 59.
Greek (Liddell-Scott)
κακομετρέω: ὡς καὶ νῦν, ἀπαντῶ ἐν τῷ μετρεῖν, ὣσπερ οἱ κάπηλοι.. κακομετροῦντες Λουκ. Ἑρμότ. 59.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer mal, frauduleusement.
Étymologie: κακόμετρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακομετρέω [κακόμετρος: in verkeerde maat] een onjuiste hoeveelheid geven.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομετρέω: обмеривать, обвешивать (κάπηλοι κακομετροῦντες Luc.).