παραλειπτέον: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(nl) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden. | |elnltext=παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραλειπτέον:''' adj. verb. к [[παραλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.
Russian (Dvoretsky)
παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.