τρίχαλκον: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρίχαλκον -ου, τό [τρι-, χαλκός] trichalkon (muntstuk). | |elnltext=τρίχαλκον -ου, τό [τρι-, χαλκός] trichalkon (muntstuk). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί-χαλκον, ου, τό,<br />a [[coin]] [[worth]] [[three]] χαλκοῖ, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de trois chalques.
Étymologie: τρεῖς, χαλκοῦς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νόμισμα ισοδύναμο με τρία χάλκινα νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].
Greek Monotonic
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ισοδύναμο τριών χαλκῶν, σε Θεόφρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίχαλκον -ου, τό [τρι-, χαλκός] trichalkon (muntstuk).