ἑστάμεν: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(2) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἑστάμεν | |||
|Medium diacritics=ἑστάμεν | |||
|Low diacritics=εστάμεν | |||
|Capitals=ΕΣΤΑΜΕΝ | |||
|Transliteration A=hestámen | |||
|Transliteration B=hestamen | |||
|Transliteration C=estamen | |||
|Beta Code=e(sta/men | |||
|Definition=[[ἑστάμεναι]] [α], ''Epic pf. inf.'' of [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ. | |lstext='''ἑστάμεν''': -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ [[ἵστημι]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, | |lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑστάμεν:''' (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к [[ἵστημι]]. | |elrutext='''ἑστάμεν:''' (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 January 2021
English (LSJ)
ἑστάμεναι [α], Epic pf. inf. of ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
Greek Monotonic
ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἑστάμεν: (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι.