ἐκκλησιαστής: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκκλησιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).
|elrutext='''ἐκκλησιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐκκλησιαστής]], οῦ, [from [[ἐκκλησία]]<br />a [[member]] of the [[ἐκκλησία]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλησιαστής Medium diacritics: ἐκκλησιαστής Low diacritics: εκκλησιαστής Capitals: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: ekklēsiastḗs Transliteration B: ekklēsiastēs Transliteration C: ekklisiastis Beta Code: e)kklhsiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A member of the ἐκκλησία, Pl.Grg. 452e, Ap.25a, Arist.Pol.1275a26, Rh.1354b7.

German (Pape)

[Seite 763] ὁ, der einer Volksversammlung beiwohnt, Plat. Apol. 25 a u. A.; der Redner in der Volksversammlung, Arist. rhet. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος τῆς ἐκκλησίας, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, Ἀπολ. 25Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 membre de l’assemblée du peuple;
2 orateur dans l’assemblée du peuple.
Étymologie: ἐκκλησία.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκκλησιαστής)
τίτλος βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται έργο του Σολομώντος
αρχ.
μέλος της εκκλησίας του δήμου.

Greek Monotonic

ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλησιαστής: οῦ ὁ
1) член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;
2) оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).

Middle Liddell

ἐκκλησιαστής, οῦ, [from ἐκκλησία
a member of the ἐκκλησία, Plat.