μάτρως: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ma/trws
|Beta Code=ma/trws
|Definition=μᾱτρωσμός, Dor. for <b class="b3">μητρ-</b>.
|Definition=μᾱτρωσμός, Dor. for <b class="b3">μητρ-</b>.
}}
{{elru
|elrutext='''μάτρως:''' ὁ дор. = [[μήτρως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήτρως]].
|mltxt=[[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήτρως]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάτρως:''' ὁ дор. = [[μήτρως]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάτρως Medium diacritics: μάτρως Low diacritics: μάτρως Capitals: ΜΑΤΡΩΣ
Transliteration A: mátrōs Transliteration B: matrōs Transliteration C: matros Beta Code: ma/trws

English (LSJ)

μᾱτρωσμός, Dor. for μητρ-.

Russian (Dvoretsky)

μάτρως: ὁ дор. = μήτρως.

Greek (Liddell-Scott)

μάτρως: ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ μήτρως, μητρῳσμός.

English (Slater)

μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)
   1 relative on the mother's side.
   a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous (O. 9.63)
   b mother's brother, uncle εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. (I. 6.62) ) (N. 5.43) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) (I. 6.62) dub., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24)
   c ancestor on the mother's side εἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν (O. 6.77) ἕπεται δὲ (ἐπέβα δὲ coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά (N. 10.37) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (N. 11.37) ]ματρω[ Πα. 7C. b. 2.

Greek Monolingual

μάτρως, ὁ (Α)
βλ. μήτρως.