εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐστροφάλιγξ:''' ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся ([[κόμη]] Anth.). | |elrutext='''εὐστροφάλιγξ:''' ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся ([[κόμη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[curly]], of [[hair]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,
A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.
Greek Monolingual
εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].
Greek Monotonic
εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).