κατερειπόω: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 | |lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch· τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατερειπόω:''' Diod. = [[κατερείπω]]. | |elrutext='''κατερειπόω:''' Diod. = [[κατερείπω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
= sq., in pf. part. Pass., D.S.32.14, Hld.9.5, Porph. Plot.12, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm; D. Sic. bei Phot. bibl. p. 383, 16; Heliod. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατερειπόω: τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ πόλις καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch· τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.
Russian (Dvoretsky)
κατερειπόω: Diod. = κατερείπω.