ἡμίλευκος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίλευκος:''' (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.). | |elrutext='''ἡμίλευκος:''' (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡμί-λευκος, ον<br />[[half]]-[[white]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A half-white, Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.
Greek Monotonic
ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίλευκος: (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.).