φαλαρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φᾰλᾱρίς:''' ион. [[φαληρίς|φᾰληρίς]], ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.
|elrutext='''φᾰλᾱρίς:''' ион. [[φαληρίς|φᾰληρίς]], ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]<br />the [[coot]], so called from its [[bald]] [[white]] [[head]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλᾱρίς Medium diacritics: φαλαρίς Low diacritics: φαλαρίς Capitals: ΦΑΛΑΡΙΣ
Transliteration A: phalarís Transliteration B: phalaris Transliteration C: falaris Beta Code: falari/s

English (LSJ)

Ion. φαληρίς, ίδος, ἡ:—

   A coot, Fulica atra, so called from its bald white head, Ar.Ach.875, Av.565 (anap., in Ion. form), Arist. HA593b16 (v.l. φαληρίς), Fr.350, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e; φαληρίδες ταριχηραί Cleomenesap.eund.9.393c.    II canary grass, Phalaris nodosa, Dsc.3.142 (both forms in codd.); phaleri (sic), Plin. HN27.126.

German (Pape)

[Seite 1253] ίδος, ἡ, ion. φαληρίς, das Wasserhuhn, nach seiner kahlen, weißen Platte benannt; Ar. Av. 565 (in der ion. Form) Ach. 854; Eubul. bei Ath. III, 108 b. Nach Buttmann Lexil. II p. 248 war der Vogel schwarz, mit weißer Blesse auf dem Kopfe, wie das Bleßhuhn. – Bei Plin. H. N. 27, 12 eine Grasart, deren Aehre vielleicht an den Helmbusch erinnerte.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλᾱρίς: Ἰωνικ. φαληρίς, ίδος, ἡ· (φαλᾱρός)· ― πτηνὸν λιμναῖον, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς φαλακρᾶς λευκῆς κεφαλῆς του, «φαλαρίδα», Λατιν. phalāris, phalēris, Ἀριστοφ. Ἀχ. 875, Ὄρν. 565 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· ― κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10, ἔν τισι τόποις τῆς Γερμανίας τὸ πτηνὸν τοῦτο καλεῖται Blesshuhn, ὡς ἐκ τοῦ λευκοῦ μέρους (Bletz) τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. ΙΙ. εἶδος χόρτου, Phal. canariensis, Διοσκ. 3. 159, Πλίν. 27. 102.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
poule d’eau, oiseau.
Étymologie: φαλαρός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φαληρίς, -ίδος, ἡ Α
βλ. φαλαρίδα.

Greek Monotonic

φᾰλᾱρίς: -ίδος, Ιων. φαληρίς, ἡ (φαλᾱρός), φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το λευκό φαλακρό κεφάλι του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλᾱρίς: ион. φᾰληρίς, ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.

Middle Liddell

φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]
the coot, so called from its bald white head, Ar.