εὐφορβία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(2b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>).<br />η (ΑΜ [[εὐφόρβιον]], τὸ [[Εύφορβος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού (κν. [[γαλατσίδα]])<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[χυμός]] του φυτού [[αυτού]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐφορβία:''' ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut. | |elrutext='''εὐφορβία:''' ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).
Greek Monolingual
εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.
Russian (Dvoretsky)
εὐφορβία: ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.