στύγημα: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στύγημα:''' ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr. | |elrutext='''στύγημα:''' ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.
German (Pape)
[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.
Greek (Liddell-Scott)
στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.
Greek Monotonic
στύγημα: [ῠ], -ατος, τό, βδέλυγμα, σίχαμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
στύγημα: ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.