κεράμεος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(3)
(nl)
 
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεράμεος:''' Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = [[κεράμειος]].
|elrutext='''κεράμεος:''' Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = [[κεράμειος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεράμεος -α -ον zie κεραμεοῦς.
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1420] dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.

Greek Monolingual

κεράμεος, -ον (ΑΜ) κέραμος
κεράμειος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα
η στέγη.

Russian (Dvoretsky)

κεράμεος: Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = κεράμειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμεος -α -ον zie κεραμεοῦς.