ὑπερώϊος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(4b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoios | |Transliteration C=yperoios | ||
|Beta Code=u(perw/i+os | |Beta Code=u(perw/i+os | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense" | |Definition=η, ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ὑπερῷος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:40, 13 December 2020
English (LSJ)
η, ον, A v. ὑπερῷος.
German (Pape)
[Seite 1205] s. ὑπερῷος.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.