βουλευμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(1b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βουλευμάτιον:''' τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).
|elrutext='''βουλευμάτιον:''' τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουλευμάτιον]] -ου, τό, demin. van [[βούλευμα]], plannetje.
}}
}}

Revision as of 17:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευμάτιον Medium diacritics: βουλευμάτιον Low diacritics: βουλευμάτιον Capitals: ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: bouleumátion Transliteration B: bouleumation Transliteration C: voulevmation Beta Code: bouleuma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.

German (Pape)

[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.

Spanish (DGE)

-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.

Greek Monolingual

βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.

Greek Monotonic

βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βουλευμάτιον: τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευμάτιον -ου, τό, demin. van βούλευμα, plannetje.