ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.). | |elrutext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[provide]] [[oneself]] with [[besides]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.
Greek Monotonic
ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρασκευάζομαι: добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).