ἐσσία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσσία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ. του [[ουσία]].
|mltxt=[[ἐσσία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ. του [[ουσία]].<br />το<br /><b>(ξυλουρ.)</b> εμπορική [[ονομασία]] τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.
}}
{{grml
|mltxt=το<br /><b>(ξυλουρ.)</b> εμπορική [[ονομασία]] τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐσσία:''' = [[ἐσία]].
|elrutext='''ἐσσία:''' = [[ἐσία]].
}}
}}

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσία Medium diacritics: ἐσσία Low diacritics: εσσία Capitals: ΕΣΣΙΑ
Transliteration A: essía Transliteration B: essia Transliteration C: essia Beta Code: e)ssi/a

English (LSJ)

ἡ, Pythag.Dor.for οὐσία, Pl.Cra.401c. ἔσσιμος,

   A v. ἔνσιμος.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, s. ἐσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσία: ἡ, Πυθαγ. Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Φιλόλαος σ. 139, 141 Böckb ἐν Πλάτ. Κρατ. 402C· ὅτι δὲ ὁ τύπος οὖτος καὶ οὐχὶ τὸ ἐσία ἦτο ὁ ἀληθὴς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ Δωρ. β΄ ἑνικ. ἐσσὶ καὶ τῆς θηλ. μετοχ. ἔσσα κτλ., Ahrens D. Dor. σ. 324.

Greek Monolingual

ἐσσία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του ουσία.
το
(ξυλουρ.) εμπορική ονομασία τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσία: = ἐσία.