ἐσσία
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ἡ, Pythag.Dor. for οὐσία, Pl.Cra.401c. ἔσσιμος, v. ἔνσιμος.
German (Pape)
[Seite 1043] ἡ, s. ἐσία.
Russian (Dvoretsky)
ἐσσία: = ἐσία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσσία: ἡ, Πυθαγ. Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Φιλόλαος σ. 139, 141 Böckb ἐν Πλάτ. Κρατ. 402C· ὅτι δὲ ὁ τύπος οὖτος καὶ οὐχὶ τὸ ἐσία ἦτο ὁ ἀληθὴς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ Δωρ. β΄ ἑνικ. ἐσσὶ καὶ τῆς θηλ. μετοχ. ἔσσα κτλ., Ahrens D. Dor. σ. 324.
Greek Monolingual
ἐσσία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του ουσία.
το
(ξυλουρ.) εμπορική ονομασία τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.